κονστρουκτιβισμός

κονστρουκτιβισμός
Καλλιτεχνικό ρεύμα, που παρουσιάστηκε επίσημα το 1913, όταν ο Ρώσος καλλιτέχνης Βλαντιμίρ Εγκράφοβιτς Τάτλιν δημιούργησε μια αφηρημένη, ανάγλυφη κατασκευή (ο όρος κ. προέρχεται από την αγγλική λέξη construction που σημαίνει κατασκευή). Η βασική αρχή του κ. ήταν ότι ο σκοπός της τέχνης δεν είναι η μίμηση αλλά η δημιουργία. Περίπου την ίδια εποχή ένας άλλος Ρώσος, ο Ναούμ Γκάμπο, εγκατεστημένος την εποχή του πολέμου στη Νορβηγία, ασχολήθηκε με έρευνες που στην πραγματικότητα ήταν ήδη κονστρουκτιβιστικές. Στη μετεπαναστατική Ρωσία, αυτοί οι πρωτοποριακοί καλλιτέχνες συνάντησαν ευνοϊκό και ενθουσιώδες περιβάλλον, οπότε το 1919 ο Τάτλιν ανέλαβε να διδάξει τον κ. στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Μόσχας. Το 1920 οι απόψεις του κ. διατυπώθηκαν με μεγαλύτερη συγκρότηση και συνέπεια στο Ρεαλιστικό Μανιφέστο που έγραψαν ο Ναούμ Γκάμπο και ο Άντον Πέβσνερ για να επιβάλουν –συνοψίζοντας σε πέντε βασικά σημεία– μία νέα θεώρηση της τέχνης και της ζωής. Την εποχή εκείνη ο κ. απέκτησε ιδιαίτερη σπουδαιότητα στην ΕΣΣΔ και τα προβλήματά του συζητήθηκαν εκτεταμένα στο περιοδικό ΛΕΦ, του Αριστερού Μετώπου που διηύθυνε ο Μαγιακόφσκι. Ο κ. διαδόθηκε σύντομα σε όλη την Ευρώπη, κυρίως μέσω της Γερμανίας. Το 1922 οργανώθηκε στο Βερολίνο μία μεγάλη έκθεση των Ρώσων πρωτοποριακών καλλιτεχνών, όπου παρουσιάστηκαν και κονστρουκτιβιστικά έργα του Τάτλιν, του Αλεξάντερ Ροντσέκο, του Γκάμπο κ.ά. Όπως ο σουπρεματισμός του Καζιμίρ Μάλεβιτς και οι άλλες μη αναπαραστατικές τάσεις του Ροντσένκο και του Μιχαήλ Λαριόνοφ, ο κ. συνδέθηκε με το μεγάλο ρεύμα που προέκυψε από τα κινήματα του φουτουρισμού, του κυβισμού και του Blaue Reiter (Γαλάζιου Καβαλάρη). Οι πιο πρόσφατες εκφράσεις του κ. αντιπροσωπεύονται, κυρίως, από τα έργα του Βαντόνγκερλο (Πυρήνας, 1946). Λογοτεχνία. Στη Σοβιετική Ένωση ο κ. αποτέλεσε το 1922 πρωτοποριακό λογοτεχνικό ρεύμα και ονομάστηκε Λογοτεχνικό κέντρο των κονστρουκτιβιστών, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα είχε εκδώσει το μανιφέστο του. Πρωτεργάτες ήταν ο Κορνέλι Ζελίνσκι και ο Ελία Σελβίνσκι, στους οποίους προστέθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ποιητές Έντουαρντ Μπαγκρίτσκι, Βλαντιμίρ Λουγκαφσκόι και Βέρα Ίνμπερ. Ξεκινώντας από τη θέση ότι η λογοτεχνία θα έπρεπε να αποτελεί ενεργητικό μέρος της εξέλιξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας μέσα από τη βιομηχανία, ο κ. τοποθετούσε σε εξέχουσα θέση τους ανθρώπους του πνεύματος και διατύπωνε την απαίτηση μιας νέας λογοτεχνικής έκφρασης, στην οποία το θέμα θα ήταν ο ρυθμιστής της εικόνας και της επιλογής των εκφραστικών μέσων και ο λόγος θα είχε μεγάλη νοηματική πυκνότητα και θα διατηρούσε στενή σχέση με τη γενική ιδέα του έργου. Μολονότι ο κ. σταμάτησε να υφίσταται στην ΕΣΣΔ ως λογοτεχνική ομάδα από το 1930, συνέχισε να εκδηλώνεται με άλλες μορφές. Θέατρο. Σημαντικές ήταν οι επιδράσεις του κ. και στο θέατρο, από τη στιγμή μάλιστα που επικράτησε η τεχνικιστική τάση του Αλεξάντερ Ροντσέκο. Ο κ., φτάνοντας στα άκρα, έκρινε ότι η τέχνη «πέθανε» και οι οπαδοί του, εγκαταλείποντας τις πλαστικές τέχνες και τη ζωγραφική, επιδόθηκαν στη φωτογραφία, στις γραφικές τέχνες και στη θεατρική σκηνογραφία. Από το 1922 έως το 1934 πολλοί Ρώσοι σκηνογράφοι και σκηνοθέτες παρουσίασαν έργα εμπνευσμένα από τον κ. Επιπλέον, το ρεύμα επηρέασε σημαντικά τη γερμανική και τη βορειοαμερικανική σκηνογραφία την περίοδο από το 1920 έως το 1930. Κονστρουκτιβισμός: σκηνικό μηχάνημα για ένα θεατρικό έργο του Βσέβολοντ Μέγερχολντ (Μόσχα, 1922). Η «Γκρίζα σκάλα» του Άντον Πέβσνερ, ο οποίος, μαζί με τον αδελφό του Ναούμ Γκάμπο, υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της σχολής του κονστρουκτιβισμού (Συλλογή Μπερνάρ, Παρίσι).
* * *
ο
1. (καλ. τεχν.) καλλιτεχνικό και αρχιτεκτονικό κίνημα το οποίο επηρεάστηκε αρχικά από τον κυβισμό και τον φουτουρισμό
2. μαθ. σύνολο θεωριών, δοξασιών και μεθόδων οι οποίες, κατά την άποψη τών εμπνευστών τους, δίνουν λύση σε προβλήματα τής φύσης και τής θεμελίωσης τών μαθηματικών και έχουν κοινό στοιχείο την αποδοχή τής αρχής ότι στα μαθηματικά πρέπει να ισχύουν μόνον όσα πράγματα μπορούν να κατασκευαστούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. constructivisme < γαλλ. constructif < μσν. λατ. constructivus < λατ. constructus «κατασκευασμένος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπέρ, Καρέλ — (Karel Albert, Αμβέρσα 1901 – 1987). Βέλγος συνθέτης και μουσικολόγος. Μετά τις σπουδές του στο Βασιλικό Ωδείο της Αμβέρσας, ασχολήθηκε με το θέατρο και συνέθετε κυρίως μουσική για τα έργα του περιοδεύοντος λαϊκού θεάτρου: Οιδίπους τύραννος του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”